- κατηχητής
- οθηλ. κατηχήτρια αυτός που κατηχεί, αυτός που διδάσκει σε άλλους τα δόγματα της θρησκείας: Είναι κατηχητής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατηχητής — ο, θηλ. κατηχήτρια (AM κατηχητής) [κατηχώ] ο διδάσκαλος τών δογμάτων τής χριστιανικής πίστεως νεοελλ. 1. αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο δόγμα ή σε μυστική ενέργεια ή εταιρεία 2. συστηματικός καθοδηγητής κάποιου σε μια θεωρία ή δοξασία, με σκοπό … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
CATECHETES — Graece Κατηχητὴς, in Ecclesia Constantinopolit. dignitas erat Ecclesiastica, cuius munus κατηχίζειν τὸν λαὸν καὶ πάντας ἐρχομένους ἐκ τῶ ἑτεροδόξων εἰς την` ὀρθόδοξον πίςτιν, Catechizare populum et omnes transeuntes ab Heterodoxis ad sidem veram … Hofmann J. Lexicon universale
αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… … Dictionary of Greek
ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 … Dictionary of Greek
καθιερωτής — καθιερωτής, ὁ (Α) [καθιερῶ] κατηχητής, μυσταγωγός, αυτός που εισάγει, που μυεί σε θεία και ιερά πράγματα και έννοιες … Dictionary of Greek
κατηχητικός — ή, ό (AM κατηχητικός, ή, όν) [κατηχητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατήχηση, ο επιτήδειος στο να κατηχεί νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το κατηχητικό είδος εκκλησιαστικού σχολείου που κατηχεί νεαρά άτομα στα δόγματα και στις ηθικές αρχές τού … Dictionary of Greek
μυσταγωγός — ὁ (Α μυσταγωγός, όν) αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός άτομο που … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
συμμυσταγωγός — ὁ, Μ αυτός που εισάγει κάποιον σε μυστήρια μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μυσταγωγός «κατηχητής, καθοδηγητής»] … Dictionary of Greek